-
1 μεταβολάς
-
2 μεταβολᾶς
-
3 μεταβολάς
μεταβολά̱ς, μεταβολήchange: fem acc pl -
4 εὔτρεπτος
εὔτρεπτος, ον,2 Medic., of diseases, mild, Gal.15.590; but εὔ. ἐς συγκοπήν easily turning to.., Aret.CA 1.1.b of the skin, sensitive, Menemach. ap. Orib.10.15.3.3 ready, inclined,τὸ εὔ. πρὸς μεταβολάς Plu.2.978f
.5 Adv. - τως v.l. for εὐτρεπῶς, J. Vit.61.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔτρεπτος
-
5 καιροτηρέω
A observe the seasons of change, D.S.19.16, cf. 13.22: generally, lie in wait for,τινὰς ἀσχολουμένους PAmh.2.35.8
(ii B. C.), cf. UPZ19.26 (ii B. C.):— also in [voice] Med.,- τηρησάμενός με ἐξερχόμενον BGU909.6
(iv A. D.):Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καιροτηρέω
-
6 μεταβάλλω
A : [tense] aor. μετέβᾰλον:—throw into a different position, turn quickly or suddenly, Hom.only once, in tmesi,μετὰ νῶτα βαλών Il.8.94
;χαλεπῶς μ. δέμας E.Hipp. 204
(anap.), cf. Gal.15.556;μ. θοἰμάτιον ἐπιδεξιά Ar.
l.c.; μ. γῆν turn, i.e. plough, the earth, X.Oec.16.14;μετέβαλε Κύριος ἄνεμον ἐκ θαλάσσης LXX Ex. 10.19
; μ. ποταμόν change the course of a river, Jul.Or.3.126d.II turn about, change, alter,τὸ οὔνομα Hdt.1.57
;τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1292b21
; [οἱ Βρίγες] τὸ οὔνομα μετέβαλον [ἐς Φρύγας] Hdt.7.73;τὰς φυλὰς μετέβαλε [ὁ Κλεισθένης] ἐς ἄλλα οὐνόματα Id.5.68
;μ. μορφήν τινος εἰς ἀνδρὸς φύσιν E.Ba.54
; [τινὰ] ἐπὶ κακόν Ar.Th. 723
;ἐπὶ τὸ βέλτιον Pl.R. 381b
; μ. δίαιταν change one's way of life, Th.2.16; μ. ὕδατα drink different water, Hdt.8.117;ὀργὰς μ. E.Med. 121
(anap.);μ. τοὺς τρόπους Ar.Pl.36
, Eup.357.7;μ. τὸ ἔθος Th.1.123
; μ. εὔνοιαν lose it, ib. 77;μ. χώραν ἐκ χώρας Pl.Tht. 181c
: freq. with Adjs., etc., implying change, μ. ἄλλους τρόπους change and adopt other ways, E.IA 343 (troch.); μ. ἄλλας γραφάς ib. 363 (troch.);εἶδος καινὸν μουσικῆς μ. Pl. R. 424c
;πόλις ἄλλον ἐξ ἄλλου -βάλλουσα τύραννον Plu.Tim.1
; μ. ἀντὶ τοῦ ὁμο- ἀ-" Pl.Cra. 405d;ἐμαυτὸν ἄνω κάτω μετέβαλλον Id.Phd. 96b
;ἄνω καὶ κάτω τὰς δόξας μ. Id.R. 508d
: c. acc. cogn., πολλὰς μεταβολὰς.. μ. ὑδάτων καὶ σίτων ib. 404a.III intr., undergo a change,μ. ἐς εὐνομίην Hdt.1.65
, cf. Antipho 2.4.9;μ. εἰς ὀλιγαρχικὸν ἐκ τοῦ τιμοκρατικοῦ Pl.R. 553a
, etc.;μ. ἐπὶ τοὐναντίον Id.Plt. 270d
;ὅταν εἰς ἑτέραν -βάλῃ πολιτείαν ἡ πόλις Arist.Pol. 1276b14
, cf. 1301a20: impers., μεταβάλλει διὰ πλειόνων ζῴων changes run through a series of creatures, Thphr.HP2.4.4: c. gen. rei, come in exchange for or instead of,καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι.. συντυχίαι E.Tr. 1118
.2 change one's course, μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους turning to the Athenians, Hdt.8.109: [tense] aor. part. μεταβαλών abs., instead, in turn, , cf. E. Ion 1614, Pl.Smp. 204e, Grg. 480e: also [tense] pres. part.μεταβάλλων Id.Tht. 166d
.B [voice] Med., turn round, shift a load,μεταβαλλόμενος τἀνάφορον Ar. Ra.8
;προβαλλομένους τὰ ὅπλα ἢ μεταβαλλομένους X.An.6.5.16
.b order to be paid, remit, POxy.1153.8 (i A. D.), 1419.5 (iii A. D.).II change what is one's own, μ. τὰ ἱμάτια change one's clothes, X.Mem.1.6.6;μ. τοὺς τρόπους Ar.V. 1461
(lyr.); μετεβάλλετ' ὀπωπάν changed her appearance, Erinn. in PSI9.1090.53 + 13 (p.xii).2 exchange, τίς μεταβάλοιτ' ἂν ὧδε σιγὰν λόγων; silence for words, S.El. 1261; [τὴν ἄσαρκον τροφὴν] ὑγείας καὶ ῥώμης μεταβαλέσθαι have given up asceticism in exchange for health and strength, Porph.Abst.1.2; barter, traffic in, ;μ. τὰ ἀλλότρια ἔργα Id.Sph. 223d
;μ. ἐν τῇ ἀγορᾷ X.Mem.3.7.6
, cf. D.S. 5.13.2 change one's purpose or mind, Hdt.5.75, SIG 22.20 (v B. C.), Act.Ap.28.6, etc.; change sides, Th.1.71, 8.90, X.HG 2.3.31;πρός τινα Axionic.6.10
.3 turn or wheel round,μ. ἐπ' ἀσπίδα X.Cyr.7.5.6
;τὸ δόρυ εἰς τοὔπισθεν μ. Id.Eq.8.10
: abs., turn about,μεταβαλλόμενος τοῖς ἔξω περιεστηκόσι λοιδορήσεται Aeschin. 3.207
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταβάλλω
-
7 μεταβολή
μεταβολ-ή, ἡ,2 exchange, barter, ἐπὶ μεταβολῇ with a view to traffic, Th.6.31: metaph.,οὔ τιν' ἀπαλλαγὴν τῶν κακῶν ἀλλὰ μ. μειζόνων Epicur.Fr. 479
.4 payment by transfer in an account, PLond.3.1129b7 (ii A. D.).II (from [voice] Med.) transition, change, ἀρχὰ κινήσιος καὶ μεταβολᾶς [Philol.] 21, cf. Chrysipp.Stoic.2.160;μετάστασις καὶ μ. D.2.13
;ἐκ μεταβολῆς Men.712
, Plb.1.61.7, D.S.13.24;πάλιν ἐκ μ. Aeschin. 2.9
: freq. in pl., changes, vicissitudes,τῶν ὡρέων Hdt.2.77
, cf. Arist.HA 596b23; ;αἱ μ. κάτω τε καὶ ἄνω γιγνόμεναι Pl.Phlb. 43b
, cf. Antipho 2.4.9;αἱ πλεῖσται μ. μάλιστα τέρπουσιν Hp.Vict.1.18
;ἦμαρ <ἕν> τοι μ. πολλὰς ἔχει E.Fr. 549
;τῆς γῆς ἡ ἀρίστη αἰεὶ τὰς μ. τῶν οἰκητόρων εἶχεν Th.1.2
: c. gen. objecti, change from a thing,μεταβολὰ κακῶν E.HF 735
; rarely, change to..,ἀπραγμοσύνης μ. Th.6.18
: more freq. with Preps.,μ. ἐκ φιλοτίμου εἰς φιλοχρήματον Pl.R. 553d
; ἐκ προστάτου ἐπὶ τύραννον ib. 565d;ἐκ τοῦ εἶναι ἐπὶ τὸ μὴ εἶναι Id.Prm. 162c
;ἡ ἐπὶ τὸ χεῖρον μ. Diph.104
; ἡ ἐναντία μ. change to the contrary, Th.2.43; ἅμα τῇ μ. τῇ ἐς Ἕλληνας their going over to the Greeks, Hdt.1.57;ἡ πρὸς Ῥωμαίους μ. Plb.9.26.2
;μ. μεταβάλλειν Pl.R. 404a
, Arist.Po. 1449a14: prov.,μ. πάντων γλυκύ E.Or. 234
, cf. Arist.Rh. 1371a28, Antiph.207.5.4 migration, [τὰ ζῷα] ποιούμενα τὰς μ. Arist. HA 597a3
: euphemism for death, Philostr.VA8.31, Corp.Herm.11.15,12.6.5 as Military term, wheeling about, being a doubleκλίσις, ἡ εἰς τοὔπισθεν μ. Plb.18.30.4
.6 of literary style, variety, Caecil.Calact. ap. Quint.9.3.38;μ. καὶ ποικίλον D.H.Pomp.3
: pl., Longin.5, 23.1.7 in Music, modulation, e.g. of τόνος or γένος, Aristox.Harm.p.38 M., Cleonid.Harm.13, Bacch.Harm.50, Aristid. Quint.1.11, Ptol.Harm.2.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταβολή
-
8 ἐναλλάσσω
Aἐνήλλαχα Plb.6.43.2
, Phld.Mus.p.73K.:— exchange, φόνον θανάτῳ ἐ., i.e. pay for murder by death, E.Andr. 1028 (lyr.); μεταβολὰς ἐ. undergo changes, Plb. l.c.; παντοίας μορφὰς ἐ. to assume.., Apollod.2.5.11: c. inf., ἐνήλλαξεν θεὸς τὴν τοῦδ' ὕβριν πρὸς μῆλα.. πεσεῖν turned aside, diverted his fury so as to fall upon the sheep, S.Aj. 1060.2 cross,τὼ πόδε Philostr.Im.2.7
; also intr., cross one another, of veins and arteries, Arist.PA 668b21.3 Astrol., exchange domicile, of planets, Vett.Val.73.15.4 ἐχρῆν ἐνηλλαχέναι one should have reversed the statement, Phld. l.c.II give in exchange,τιἀντί τινος App.BC3.27
,5.12:—[voice] Med., receive in exchange, τί δ' ἐνήλλακται τῆς ἡμερίας νὺξ ἥδε βάρος; what heavy change from the day hath this night received? S.Aj. 208, cf. Ph.2.638.III [voice] Pass., to be interarticulated,ἄρθρα ἐνηλλαγμένα Hp.Art.46
; also τὸ μέτρον τοῖς δισυλλάβοις ἐναλλάσσεται the metre employs the various disyllabic feet interchangeably, Anon.Metr.Oxy.220 iii 13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναλλάσσω
См. также в других словарях:
μεταβολᾶς — μεταβολεύς one who exchanges masc acc pl μεταβολή change fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβολάς — μεταβολά̱ς , μεταβολή change fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβολή — Στη στατιστική δηλώνει το μέγεθος που δείχνει τη μεταβλητότητα ενός χαρακτήρα ή φαινομένου. Υπολογίζεται μέσω μιας μαθηματικής σειράς ή στατιστικής ταξινόμησης σε σειρά ή, γενικότερα, μέσω μιας μεταβλητής ή κυμαινόμενης στατιστικής. Η μ., που… … Dictionary of Greek
Oleni — For a municipality in the prefecture of Achaea, see Olenia. There is also Oleni Island and Oleni in Russia. Oleni Ωλένη Location … Wikipedia
επιδοχή — ἐπιδοχή, ἡ (Α) [επιδέχομαι] παραδοχή, αποδοχή νέας καταστάσεως («ῥᾳδίας ἔχουσι τῶν πολιτειῶν τὰς μεταβολὰς καὶ ἐπιδοχάς» εύκολα μεταβάλλουν και αποδέχονται ένα νέο καθεστώς, Θουκ.) … Dictionary of Greek
συγκαταφθείρω — ΜΑ [καταφθείρω] καταστρέφω συγχρόνως («ἀγωνιῶν μὴ κατὰ τὰς μεταβολὰς τῶν πραγμάτων συγκαταφθείρη τοὺς ἰδίους στρατιώτας», Πολ.) … Dictionary of Greek
σύγχυση — η / σύγχυσις, ύσεως. ΝΜΑ, και σύχυση Ν [συγχέω] 1. ανακάτεμα, μπέρδεμα (α. «σύγχυση γλωσσῶν» β. «διαιρῶν τὴν καθ ὁμωνυμίαν σύγχυσιν», Ευστ. γ. [για τον πύργο τής Βαβέλ] «διὰ τοῡτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῑ συνέχεε κύριος τὰ χείλη… … Dictionary of Greek
Γκούρας, Ιωάννης — (Γκουρίτσα, Παρνασσίδα 1791 – Αθήνα 1826).Αγωνιστής του 1821. Παιδί φτωχής και άσημης οικογένειας, σε ηλικία 17 ετών τάχθηκε στο σώμα του συγγενούς του αρματολού Δ. Πανουργιά· τρία χρόνια πριν από την Επανάσταση πέρασε στην υπηρεσία του Οδυσσέα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek